- σύντρησιν
- σύντρησιςconnexion by a passagefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύντρησις — ήσεως, ἡ, Α [συντετραίνω] 1. επικοινωνία διά μέσου κοινού πόρου («ἡ καρδία τὴν σύντρησιν ἔχει πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.) 2. τέλεια εφαρμογή, ένωση οπών … Dictionary of Greek